Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

Μια βόλτα στην Αθήνα




UNDER DESTRUCTION ...

The Strokes : Room on fire




Το `χει,το `χει η μοίρα μας που λέει και το άσμα κάθε μας κυκλοφορία να σχετίζεται με τους αγαπημένους μου νεουορκέζους.Είθε λοιπόν και το δεύτερό μας πόνημα να είναι εξίσου επιτυχημένο με το αντίστοιχο δικό τους.Ο Εlvis να βέλει το χέρι του που λέγαμε και πριν λίγους μήνες.Πριν όμως βάλω μπροστά τον αργαλείο να πλέκει εγκώμια στο Room on fire,να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα.

Προσωπικά,όσο αφορά την μουσική και δη την pop(όπως και με τις γυναίκες κατα κάποιο τρόπο) νομίζω πως οποιαδήποτε έννοια και διάθεση αντικειμενικότητας εξαφανίζεται και ωχρειά μπροστά στην αυθόρμητη αντίδραση του πρώτου ακούσματος.Εν προκειμένω,πρέπει να ομολογήσω πως ακούγοντας το (ήδη κλασσικό κατα την ταπεινή μου άποψη) ντεμπούτο των Strokes,έννοιοσα ανάλογα με το πρώτο άκουσμα Βeatles ή Ramones.Eπομένως ΝΑΙ είμαι υποκειμενικος μ’αυτο το συγκρότημα και για μένα θα ‘ναι πάντα αυτοί που κυκλοφόρησαν ΕΚΕΙΝΟ το album που αλλαξε καταλυτίκα το σύγχρονο pop χάρτη.Υπερβολές θα μου πείτε,μην ξεχνάτε όμως πως ολη η ιστορία της pop(οπως και της πολιτικής ) με υπερβολές είναι γραμμένη.

Ας περάσουμε όμως στο ψητό.Στο ερώτημα για το τί περιθώρια εξέλιξης μπορούσε να έχει ο ήχος τους οι fab five απαντούν με έναν ήχο τόσο κοντά στον ήχο του ‘Is this it’ οσο και μακρυά.Μιλάμε χοντρικά για τον ίδιο proto-punk ήχο που τους δίδαξαν πρωτοκλασσάτοι συντοπίτες τους (Velvet Underground,Modern Lovers,Television),μπολιασμένο με μια new wave διάθεση που σου δίνει συχνα πυκνα την αίσθηση οτι άκους βρετανική indie rock μπαντα των 80’s(οι Wire,οι Gang of four ή οι Fall μου ‘ρχονται πρώτοι στο μυαλό).Οι διαθέσεις τους ήταν πρωφανείς απο το πρώτο single,το επικίνδυνα κολλητικό ’12.51’,με τις γουσταρω-ν’ακούγομαι-σαν-synths-των 80s κιθάρες του.’12.51 is the time my voice found the words’ τραγουδά ο Casablancas και όντως τα distorted απο τα σε-παίρνω-απο-καρτοτηλέφωνο voice effects ταιριάζουν άψογα με τον trash θόρυβο που δημιουργούν οι υπόλοιποι.

Αν και στα πρώτα ακούσματα μοιάζει να ψάχνει δομή,αναδεικνύεται τελικά σε σπουδαίο pop δημιούργημα.Επίσης λόγω των στίχων ‘kiss me now that I’m older/I won’t try to control you’ είναι για μένα το single της χρονιάς.Εξαιρετικό και το 80s alternative rock ‘Automatic Stop’,που θα μπορούσε καλλιστα να ‘χε κυκλοφορήσει απο Σκωτία μεριά πριν καμιά εικοσαριά χρόνια.’I was a train goin’ too fast’ τραγουδά ο Julian,ριχνοντας κλεφτές ματιές σε κάποιο περίεργο ερωτικό τρίγωνο(‘you wanted him/he wanted me’) και ανάλογη είναι η διάθεσή του καθ’όλη τη διάρκεια του δίσκου.Τάση φυγής και ενα άγχος να προλάβει να διηγηθεί τις πρόσφατες εμπειρίες του σε σχέσεις,πολλες φορές με μια δόση μισογυνισμού αλλα παντα με εντονο αυτοσαρκασμο.Αν κι αν ο δίσκος μοιάζει προσωπική υποθεση και οι υπόλοιποι Strokes εξελίχθηκαν στα δύο αυτά χρόνια.Χαρακτηριστίκοτερη απόδειξη το νευρωτικό ‘Reptilia’,με τον Julian να ουρλιάζει ‘please don’t slow me down when I’m goin’ too fast’ και να ακουλουθεί μια διαολεμενη bassline που οδηγει το κομματι σ’ενα εκπληκτικό γυρισμα .Magic!

Aπο ‘κει και πέρα τα ‘meet me in the bathroom’και το αλα-Pixies‘the end has no end’ αναβιώνουν με επιτυχία τις πιο obscure στιγμές του ‘Is this it’,ενώ το ‘Ι can’t win’ είναι το ξαδελφάκι του ‘Last Nite’.Άφησα τα highlights για το τέλος.Κατ’ αρχήν το εναρκτήριο ‘whatever happened?’ με τα χαρακτηριστικά slow-hand solos του Valensi να οδηγούν ζαλισμένα (αλλά απολαυστικότατα) τη συνθέση φέρνοντας στον νου τον πολλη Joey Santiago των Pixies και με τον Casablancas να τραγουδά για έλλειψη έμπνευσης για την οποία-ως γνωστον-τα φταίει μια γυναίκα.’Ι wanna be forgotten and I Don’t wanna be reminded’, στoυς πιο anti-rock n roll στίχους που εμφανιστεί στην απαρχή rock n roll δίσκου. Τα ίδια παιδιάστικα καπρίτσια του «πρωταγωνιστούν» και στο “between love and hate”,με ρεφραιν που τον βρίσκει να τραγουδά με περίσσειο ναρκισσισμό και αυτοπεποίθηση “I ‘ ve never needed anybody/I’ve never needed nobody’’,πάνω στο Clashικό reggae rock των υπολοίπων.Στον αντίποδα ,τέλος ,το γλυκό soul swing ‘Under Control’ που είναι μουσικά ένα βήμα παραπέρα απ’ ό,τι εχουν κανει ως τώρα ,με κιθάρες βγαλμένες λες απο hit της Motown,δακρύβρεχτες και συνάμα φωτεινές και τους πιο «υγιεις» στίχους του Cassablancas να παρατηρούν με νοσταλγία μια σχέση που τελειώνει όμορφα. “I don’t wanna change your mind/I don’t wanna waste your time/I just wanna watch you go by” και αλλού “we are young darling but not for so long/we ‘re out of control”,γιατί “only love can break your heart” που τραγουδούσε κάποτε ο Neil Young.

Τελικά αυτό που μένει είναι 33 λεπτά “keeping down the underground” pop που σε συνεπαίρνει,όχι γιατί είναι αψεγάδιαστη και απέριττη,αλλά γήινη και άμεση.Μ’αυτή την έννοια ,το Room of fire δεν είναι το ρηξικέλευθο άριστουργημα που θα τους φέρει πολλούς νέους fan.Όσοι όμως τους αγάπησαν με το πρώτο τους δίσκο,με το πιο προσωπικό αυτο πόνημα θα τους απομυθοποιήσουν και θ’αγαπήσουν και τις όποιες αδυναμιες τους.Όπως και με τους μεγάλους έρωτες ,η πρώτη φορά σου μένει αξέχαστη,αλλά η δεύτερη έχει τις απαραίτητες εκπλήξεις για να διατηρηθεί η μαγεία.Έγω σας προειδοποίησα!και η pop σαν τις γυναικες είναι.

Κώστας Πουλιάσης

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Το δυστύχημα που συγκλόνισε τον κόσμο




Υπάρχουν κάποιες ποδοσφαιρικές ομάδες που έχουν ξεπεράσει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή την ιδιότητα τους. Έχουν γίνει σύμβολα, θρησκείες και τα ονόματά τους έχουν προσλάβει πια μια άλλη διάσταση. Κατά πολλούς η μεγαλύτερη και ενδοξότερη ομάδα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου είναι η “βασίλισσα” Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία “ενθρονίστηκε” τη χρυσή πενταετία ’55-’60 όπου σάρωσε τα κύπελλα πρωταθλητριών. Όμως ποτέ δε θα μάθουμε αν θα είχε αυτή τη φήμη σήμερα ,αν η μοίρα δεν είχε χτυπήσει τόσο σκληρά τα τρομερά παιδιά του τότε προπονητή της Manchester United, Mατ Μπάσμπι, μια τραγική παγωμένη νύχτα στο Μόναχο .

Ο Ματ Μπάσμπι, σκοτσέζος, πρώην ποδοσφαιριστής της Manchester City,ανέλαβε την United περί το 1950.Τη σεζόν 1957-1958 είχε δημιουργήσει μια πολύ δυνατή ομάδα αποτελούμενη κυρίως από νέους παίκτες. Ανάμεσά τους ο Μπόμπι Τσάρλτον, ο μεγαλύτερος ηγέτης που πέρασε ποτέ από το αγγλικό ποδόσφαιρο, αλλά και ένα εικοσάχρονο αστέρι, ο Ντάνκαν Εντουαρντς(πολλά χρόνια αργότερα θα χαρακτηριστεί ως ο Ράιαν Γκίγκς των “φίφτις”!!).Ήταν μια νέα ομάδα που εκείνη τη περίοδο κυριολεκτικά σάρωνε ότι έβρισκε στο πέρασμα της στο αγγλικό πρωτάθλημα αλλά και στις ευρωπαϊκές οργανώσεις. Ο αείμνηστος πρόεδρος της Ρεάλ Σαντιάγκο Μπερναμπέου δεν έκρυβε πως μόνο αυτή η ομάδα τον φόβιζε και ανησυχούσε μη κόψει το σερί της ομάδας του στο Κύπελλο πρωταθλητριών.

Στις 5 Φεβρουαρίου του 1958 η united παίρνει εύκολα στο Βελιγράδι το εισιτήριο για τα ημιτελικά της διοργάνωσης αποσπώντας την ισοπαλία με 3-3 από τον Ερυθρό Αστέρα. Μέσα σε 30’ το σκορ ήταν 0-3 και μόνο στο β’ ημίχρονο οι Γιουγκοσλάβοι κατάφεραν να ισοφαρίσουν. Στην πτήση της επιστροφής οι παίκτες τραγουδούν και ονειρεύονται το βαρύτιμο τρόπαιο, ανυποψίαστοι γι’ αυτό που τους περίμενε… Στάση για ανεφοδιασμό στο παγωμένο αεροδρόμιο του Μονάχου, αλλά οι δύο πρώτες απόπειρες του πιλότου του “Ελίζαμπεθ” να απογειώσει το βάρους 24 τόνων αεροσκάφος είναι αποτυχημένες. Οι κινητήρες φουλάρουν στην τρίτη προσπάθεια στις 3.03 μ.μ. το πρωί, αλλά η πτήση κρατά λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Το αεροπλάνο απογειώνεται ελάχιστα, ακολουθεί τρελή κούρσα θανάτου για 1500 μέτρα και η σύγκρουση είναι σφοδρή πάνω σε σπίτια. Ακολουθεί πανδαιμόνιο…Από τα συντρίμμια ανασύρονται νεκροί 19 άνθρωποι. Ανάμεσα τους 8 πρωτοκλασάτοι παίκτες της united. Τη τραγική λίστα των νεκρών συμπληρώνουν δύο μέλη του συμβουλίου, ο γενικός γραμματέας και οκτώ δημοσιογράφοι.

To Μanchester μετατρέπεται ξαφνικά σε έναν απέραντο τόπο θρήνου και δακρύων. Ο Ντάνκαν Έντουαρντς, δίνει μάχη με το θάνατο στο νοσοκομείο για 15 μέρες, όμως τα τραύματα είναι πολύ βαριά και τελικά υποκύπτει. Η Αγγλία θρηνεί ένα μεγάλο αστέρι της. Αν ζούσε ,όπως λένε αυτοί που είχαν την ευκαιρία να τον δουν να ξεδιπλώνει το ταλέντο του στα γήπεδα, θα ήταν αρχηγός της εθνικής Αγγλίας στο μουντιάλ του 1966 και παγκόσμιος πρωταθλητής σε ηλικία 28 ετών. Ο θάνατος του Έντουαρντς ήταν η χαριστική βολή στο πληγωμένο Manchester.O Ματ Μπάσμπι δίνει τη δική του μάχη με το θάνατο για 63 μέρες σε νοσοκομείο του Μονάχου. Όμως η μοίρα τον ήθελε να συναντά τους χαμένους του “μπέμπηδές” 36 ολόκληρα χρόνια αργότερα Είναι μαζί με τον Μπόμπι Τσάρλτον οι μεγάλοι διασωθέντες του τραγικού δυστυχήματος που συγκλόνισε τον ποδοσφαιρικό(και όχι μόνο) κόσμο. Ο Μπάσμπι κλαίει απαρηγόρητος τα “παιδιά” του, αλλά ταυτόχρονα πεισμώνει να συνεχίσει γι’αυτά…

Ίσως κάπου εδώ ξεκινά ο μύθος της Μanchester United.Πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι δεν θα γινόταν ποτέ ξανά μεγάλη ομάδα. Όμως ο προπονητής της είχε αντίθετη άποψη.Τον Απρίλιο του ’58 ο Ματ Μπάσμπι εμφανίζεται με πατερίτσες στο Old Trafford και ζητάει πίστωση χρόνου από τον κόσμο της United για να “κατακτήσουμε το Έβερεστ” όπως έλεγε. Μέσα από τα συντρίμμια και της στάχτες του Μονάχου βρίσκει το κουράγιο και τη δύναμη να ξαναχτίσει την ομάδα από την αρχή. Ο αποκλεισμός στα ημιτελικά του κυπέλλου πρωταθλητριών από τη Μίλαν και η ήττα στο τελικό του κυπέλλου Αγγλίας από τη Μπόλτον είναι μάλλον αναμενόμενα .Ακολουθεί μια πενταετία αναδιοργάνωσης.

Το 1963 είναι η χρονιά της επιστροφής στις επιτυχίες κερδίζοντας το κύπελλο Αγγλίας. Στην ομάδα ήδη βρίσκονται δυο μεγάλοι παίκτες και ταυτόχρονα σόουμεν: Ο Σκοτσέζος Ντένις Λόου και το “κακό” παιδί του Old Trafford, ο χαρισματικός και απρόβλεπτος Τζόρτζ Μπέστ(Δες ΤΜ#1 για περισσότερες πληροφορίες!!!)Το μεγάλο στοίχημα του Μπάσμπι κερδίζεται όμως το 1968 στο τελικό της 29ης Μαΐου στο Γουέμπλει. Αντίπαλός η Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο. Η United προηγείται 1-0 με τον Μπόμπι Τσάρλτον αλλά στο ’75 ισοφαρίζεται και ο τελικός πηγαίνει στη παράταση. Εκεί όμως υπάρχει μόνο η United όπου με απίστευτα ψυχικά και σωματικά αποθέματα θριαμβεύει με 4-1.Ο Μπεστ χορεύει κυριολεκτικά την άμυνα της Μπενφίκα και πετυχαίνει στο 92ο λεπτό το καθοριστικό γκολ που “διώχνει” το άγχος από τα πόδια των παικτών της United.

Το κύπελλο αφιερώνεται στους αδικοχαμένους μπέμπηδες. Το γραμμάτιο με τα ονόματα των νεκρών μπέμπηδων έχει πια…εξοφληθεί. Η Μanchester United ανακηρύσσεται πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Ματ Μπάσμπι χρίζεται Σερ από την βασίλισσα της Αγγλίας ως αναγνώριση για το καταπληκτικό επίτευγμα του.

Είναι ένα νησί ...




Νικολέττα Σοφρά

Τα Διάφανα Κρίνα και τα υπόλοιπα συγκροτήματα..




Ήταν κάποια συνηθισμένη μέρα των Χριστουγέννων (κάπου στην πρώτη Λυκείου) όταν στη γιορτή του ξαδερφού μου είχα μια αναπάντεχη εμπειρία. Άκουσα για πρώτη φορά Κρίνα και συγκεκριμένα το Έγινε η απώλεια συνήθειά μας .Μπορώ να πω πως ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η πρώτη φορά αυτού του παράξενου ακούσματος.

Ο Ελληνικός στοίχος και η ποίηση υποδέχονται τα Διάφανα Κρίνα...

Τα Κρίνα δημιουργήθηκαν το 1991, και το 1994 κυκλοφορούν το Λιώνοντας μόνος/Κάτω απ’το Ηφαίστειο σε περιορισμένα αντίτυπα. Η σύνθεση ήταν Τάσος Μαχάς, Παντελής Ροδοστόγλου, Κυριάκος Τσουκαλάς, Νίκος Μπάρδης, Θάνος Ανεστόπουλος. Την ίδια χρονιά συμμετέχουν στη συλλογή Μαγικό Βοτάνι της Wipe Out με το περίφημο τραγούδι Μουχλαλούδα/Η Μπαλάντα της Φωτιάς

1996: Έτος κυκλοφόρισης σε LP/CD του κορυφαίου Έγινε η απώλεια Συνήθειά μας .Το ελληνικό κοινό ξαφνιάζεται από τη μορφή των στίχων του συγκροτήματος όπου ο ρομαντισμός (γαλλικός) είναι έκδηλος. Ο ήχος τους αρκετά βρώμικος σε διάφορα σημεία, ωστόσο κάτι το εντελώς μαγικό μας κεντρίζει όλους. Είναι ο σνδυασμός μουσικής και στίχου που μοιάζει πρωτόγνωρος στα αυτιά μας.

Ευθύς εξ αρχής δημιουργούνται οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων που υπάρχουν στον πλανήτη :
1)Αυτοί που δεν γνωρίζουν τα Κρίνα
2)Αυτοί που ακούνε και γουστάρουν τη μουσική τους (με τα περίεργα τους σε ροκ,τζαζ,ηλεκτρονική), οι οποίοι βλέπουνε μέσα από τους στίχους τους τα δικά τους βιώματα, οι οποίοι δεν είναι απαισιόδοξοι απαραίτητα παρά κοιτάνε τη ζωή στα μάτια.
3)Αυτοί που έχουν ακούσει αλλά δεν γουστάρουν γιατί είναι απλώς γλυκανάλατοι, ξενέρωτοι και ανέκφραστοι και γιατί θέλουν μονίμως να ακούνε μουσικές όπως τα στρουμφάκια.

1998: Έτος κυκλοφόρισης του δεύτερου album που μιλά για κάτι Σαράβαλες Καρδιές. Στη σύνθεση συμμετέχει και ο Παναγιώτης Μπερλής στα πλήκτρα. Δέκα μέρες μετά την κυκλοφορία του εξίσου κορυφαίου αυτού cd τα Κρίνα κάνουνε την πρώτη τους συναυλία (με δικά τους έξοδα!) στο ΡΟΔΟΝ. Το κοινό απλά ξέρει όλους του στίχους απ’ έξω.

2000: Αποχωρούν από τη δισκογρφική τους εταιρία Wipe Out και κυκλοφορούν το νέο τους single “Είναι Που Όλα Ήρθαν Αργά”, χωρίς την παρουσία του Παναγιώτη Μπερλή ο οποίος και αποχωρεί από το συγκρότημα, μόνοι τους μέσω της δικής τους δισκογραφικής εταιρείας “This is my voice”. Πριν το τέλος του χρόνου κυκλοφορεί και το “Ευωδιάζουν Αγριοκέρασα οι Σιωπές”. Ο ήχος τους γίνεται αρκετά καθαρότερος, ενώ δείχνουν να ωριμάζουν και μουσικά. Αξιοσημείωτη είναι η εμμονή του συγκροτήματος να κυκλοφορά της δουλειές του και σε βυνίλιο. Στην έκδοση του “Ευωδιάζουν Αγριοκέρασα οι Σιωπές” σε βυνίλιο υπάρχει και ένα παραπάνω τραγουδι (δεν υπάρχει στο cd) το “Γράψαμε τραγούδια που μιλούσαν για τη θλίψη”. Τα μινιμαλιστικά artwork τους στα εξώφυλλα των cd τους συνθέτουν ακόμα πιο περίτεχνα την εικόνα τους.

2003: Κυκλοφορεί η ποιο ώριμη δουλειά τους (Τόσο που περιμέναμε...) το “ό,τι απόμεινε απ’ την ευτυχία”. Το τραγούδι “Μνήμες του νερού” ταξιδεύει τους fans (οι οποίοι πλέον είναι πολύ), ενώ η πρωτοτυπία του δίσκου έγκειται στα πειραματικά κλεισίματα των κομματιών όπως επίσης και η ωρημότητα των μελών του group τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά.

Ενδεικτικά μερικοί απ’τους στίχους τους:

Κάθε τι που ανασαίνει ζητάει να δοθεί
Ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
Είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
Κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει, διψάει να ομορφύνει....
(“Ότι απόμεινε απ’ την Ευτυχία”)




Σε μια άδεια ζωή τα ερείπιά μου καπνίζουν
Κι ούτε στάλα βροχής από σένα δεν φτάνει
Μες στα βάθη της γης ξέρω ένα βοτάνι
Που τη λήθη χαρίζει σ’ αυτούς που αγαπήσαν.

Αν το βρεις, αν το βρεις χάρισέ το σε μένα
Όλα αυτά που αγαπώ είναι για πάντα χαμένα....
(“Είναι που όλα ήρθαν αργά”)




Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
Κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός.

Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
εξουθενομένος από τα έργα και τις μέρες σου
Θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στης ξέρες σου....
(“Κάτι Σαράβαλες Καρδιές”)



Μίλησέ μου για τα όνειρα
που’ χουν μέσα χρώματα
καμμένα αστέρια πέφτουν από ψηλά
τρυπώνουν σ’ άγια χώματα

Μίλησέ μου για τα όνειρα
που τα βλέπω ασπρόμαυρα
μιαν ανάσα από τον θάνατο
είναι αυτό το ξύπνημα....
(“Έγινε η απώλεια συνήθειά μας”)
Θοδωρής Λακιώτης

Note From The Editor In Chief – The Lord Of The Editors

(One editor to rule them all
one editor to find them
one editor to bring them all
and into darkness bind them)


Κατά τη γνώμη μου δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνο να ξεκινάς το πρώτο σου editorial με μια απολογία.Γι’αυτόν κυρίως τον λόγο τούτο το ιντερλούδιο-σημείωμα-του-αρχισυντάκτη περιέχει δύο απολογίες. Κατ’αρχήν οφείλω να απολογηθώ για την αμέλεια των καθηκόντων μου στο προηγούμενο τέυχος.Ω ναι, για την “ελαφρά βιαστικότερη, με ελλείψεις και επί του πιεστηρίου έκδοση του” (όπως αναφέρεται στο αντίστοιχο editorial του τεύχους) δεν φταίει ο κ.κ.Αρχισυντάκτας του, Κωνσταντίνος Πουλιάσης, αλλά όντως φταίει ο Χριστόλης (δηλαδή εγώ;).

Γιατί όμως;Κάποιοι μπορεί να σκεφτουν ως αιτία της απουσίας μου την οκνηρία, άλλοι τον υπερβολικό φόρτο εργασίας (ΟΤΕ+Σχολή), άλλοι τα καλλιτεχνικά αδιέξοδα, άλλοι την τελειομανία, ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να σκεφτούν μια λαχταριστή πάπια με κάστανα, γαρνιρισμένη με τρούφες, πορτσίνι και σπαράγγια με σάλτσα από γλυκολέμονο (οι τελευταίοι προφανώς βρίσκονται εκτός θέματος οπότε καλύτερα να αφήσουν το ΤΜ και να ανοίξουν την τηλεόραση-παίζει να’χει “Στην Κουζίνα Ολοταχώς”).Εγώ θα αναφέρω ως μοναδική αιτία αυτήν την «κοκκινομάλλα στον ΟΤΕ» παρότι όλα τα παραπάνω ισχύουν (ναι, ναι, και η πάπια με κάστανα...), η οποία με 50% σιγουρία μπορώ να σας διαβεβαιώσω οτι αποτελεί ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο όμως αναφέρω εδώ καθότι πάντα οι άλλοι γίνονται πιο συμπονετικοί και επιεικείς απέναντι σου όταν υπάρχει και μια γυναίκα (και μάλιστα κοκκινομάλλα) στη μέση.

Η δεύτερη απολογία αφορά την έλλειψη κέτσαπ και μουστάρδας στο ψυγείο μου. Πραγματικά λυπάμαι γι’αυτό αλλά δεν υπάρχει και ιδιαίτερος λόγος να επιμείνουμε πάνω σ’ένα θέμα που παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον ακόμα κι από πράγματα όπως π.χ. η εκτροφή του τυρολέζικου μυγίου ή το άρμεγμα της χνουδωτής φυτόψειρας (όπως λέει και ο αείμνηστος Μπορίς Βιάν). Απλά το παραθέτω εδώ για να επιτελέσει τον ρόλο της δεύτερης (και σωτήριας) απολογίας.

Σ’αυτό λοιπόν το τέυχος που κρατάτε στα χέρια σας (Σημείωση: ενδέχεται σε μια κρίση υπερβολικής λατρείας/μίσους να αποκολλήσατε αυτή τη σελίδα από το υπόλοιπο τεύχος. Στην περίπτωση που δεν τυχαίνει να το έχετε μαζί σας, σας συμβουλέυω είτε να πάτε κατευθείαν στην τελευταία παράγραφο έιτε να τσακιστείτε να το βρείτε που να πάρει!!!) συναντάμε άρθρα από συνήθεις αλλά και ασυνήθιστους υπόπτους: Ο Γιάννης Ραφτόπουλος, έπειτα από αγρανάπαυση διάρκειας ενός τέυχους, επανέρχεται για να διηγηθεί το πιο τραγικό μέρος της ιστορίας της Manchester United. Η Νικολέττα Σοφρά δίνει μια ψυχεδελική διάσταση στην αρθρογραφία του ΤΜ. Ο απανταχού παρών Θεοφάνης Αλέξανδρος τω γένος Μηνόγιαννη αναλύει την αξία και την επίδραση που είχε το Δόγμα ’95 στον κινηματογράφο. Ο Μιχάλης “μόνιμη σύνδεση με το διάστημα” Φαμέλης εστιάζει στο φαινόμενο που λέγεται Civilization και γενικότερα στα παιχνίδια για Η/Υ που ανήκουν στο είδος turn based strategy. Η μεταγραφή από τους πολιτικούς μηχανικούς, Θοδωρής Λακιώτης, γράφει για το μάλλον σημαντικότερο ελληνικό συγκρότημα (σημαντικότερο κι από τις Hi-5;), τα Διάφανα Κρίνα (Τι;;;;Δεν έχει άρθρο για Strokes;). Και τέλος ο Νίκος Χριστόλης (πάλι εγώ;) διηγέιται το πως κατέληξε να γίνει λογότυπο του ΤΜ (τι κατάντια....) η περιβόητη πάπια μας.

Όλ’αυτά στο Turing Machine, το περιοδικό που δεν κοστίζει τίποτα, είναι τζάμπα, καθότι πιστεύουμε οτι αφού το τυπώνουμε χωρίς να πληρώνουμε μία, οφείλουμε και να το μοιράζουμε παρομοίως, όμως, πίστεψτε αγαπητοί αναγνώστες, δε θα μας χάλαγε να βγάζουμε και κάνα 20ευρω ο καθένας μας απ΄την όλη ιστορία. Το περιοδικό που έχει τόσα διαφορετικά ύφη και γούστα όσοι είναι και οι συντάκτες του. Το περιοδικό που βγαίνει όποτε το θυμόμαστε συν άλλο λίγο χρόνο ακόμα, γιατί, ξέρετε, μας παίρνει λίγο καιρό μέχρι να ετοιμάσουμε τα άρθρα. Το περιοδικό του οποίου το editorial δεν έχει σταθερή θέση – απλά βρίσκεται κάπου μεσα στο τέυχος. Το περιοδικό που δεν έχει καν σταθερό αρχισυντάκτη. Θλιβερά ψευδείς φήμες, τις οποίες εμείς οι ίδιοι φροντίσαμε να διαδώσουμε, λένε οτι η εναλλαγή της αρχισυνταξίας σχετίζεται άμεσα με τις φάσεις του φεγγαριού και εμπλέκει -ανάμεσα σε πολλά άλλα- παγανιστικές τελετές στο λόφο τις Ακρόπολης όπου οι συντάκτες του περιοδικού χορεύουν γυμνοί υπό το φως της πανσέληνου μασουλώντας φύλλα δυόσμου και ουρλιάζοντας ακατάπαυστα “burn, baby, burn”. Στην πραγματικότητα μια μυστική ενδοτιουρινγκμασινική οργάνωση αναλαμβάνει να ορίσει κάθε φορά και νέο αρχισυντάκτη, εκθρονίζοντας βάναυσα τον προηγούμενο, μόνο και μόνο για να τον γκρεμίσει κι αυτόν στα Τάρταρα (κοινώς την ομάδα των απλών συντακτών) με την έλευση του επόμενου τεύχους.

Απολαύστε υπεύθυνα.

ΥΓ: Ευχαριστώ την κα. Αικατερίνη Χριστόλη για την ευγενική χορηγία του καπέλου του αμπαζούρ της, και τον κ.Χαράλαμπο Φάββα για την προσφορά του scanner του όταν τα δικά μας είχαν κλατάρει.

...και λέγοντας αυτά ο πεφωτισμένος Αρχισυντάκτης Νίκος Χριστόλης αποχώρησε από τον θρόνο της Αρχισυνταξίας για να αποσυρθεί σ’ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό όπου θα μπορέσει επιτέλους να ασχοληθεί με τα δύο κύρια ενδιαφέροντα του, το ψάρεμα και την Ορθοδοξία.

Slam duck

Γένεσις δια χειρός Νίκου Χριστόλη

Σελίδα 1Σελίδα 2


Σελίδα 3Σελίδα 4


Σελίδα 5

CIVILIZATION : the Glorious past. the Exciting present. the Promising future…




Στην αρχή ήταν η Lady Ada. Μετά ήρθαν τα i386. Και κάπου στο ενδιάμεσο εμφανίστηκαν τα pc games… Τα pc games ήταν και είναι κάτι πολύ χαριτωμένα πραγματάκια που αντικαθιστούν τα στρατιωτάκια, τα αυτοκινητάκια και τη μπάλα όταν ο μέσος πιτσιρικάς έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τον μαγικό κόσμο του πισιού του μπαμπά του. Βέβαια, υπάρχει και το αντίπαλο δέος: οι παιχνιδομηχανές (τα ορφανά της ATARI), κατασκευάσματα μισητά για όποιον έχει παίξει στο πισί του μπαμπά στην τρυφερή ηλικία των 5 χρονών. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που αφορά άλλους ανθρώπους και θα την αφήσουμε σε κάποιον άλλο να την πει κάποια άλλη στιγμή. Εδώ θα πούμε την ιστορία ενός πολύ συγκεκριμένου παιχνιδιού για pc και μάλιστα ενός συγκεκριμένου είδους παιχνιδιών.

Πρόκειται για παιχνίδια που ποτέ δεν ευδοκίμησαν στο μισητό αντίπαλο στρατόπεδο των παιχνιδομηχανών και ήταν πάντα παιχνίδια για PC. Μιλάμε για τα Turn Based Strategy games. Η απόδοση του όρου στα Ελληνικά θα ήταν «παιχνίδια στρατηγικής με σειρές», αλλά το «TBS» είναι πιο σύντομο. Το πρώτο και κλασικότερο τέτοιο παιχνίδι είναι, φυσικά, το …σκάκι αλλά εδώ δεν θα μας απασχολήσει το σκάκι, αλλά η τεράστια παράδοση που δημιουργήθηκε με ένα από τα πιο κλασικά ηλεκτρονικά παιχνίδια όλων των εποχών, το Civilization, του πατριάρχη μας Sid Meier.

Η πρώτη επαφή του γράφοντος με τον θρύλο αυτό του gaming έγινε στη Ν. Χαλκηδόνα μια Κυριακή, κατά τη διάρκεια μιας (κλασικής) οικογενειακής επίσκεψης, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘90… Το σκηνικό είναι λίγο πολύ συνηθισμένο: αφήνοντας τους μπαμπάδες και τις μαμάδες να συζητάνε στο σαλόνι, η συμμορία των τεσσάρων πιτσιρικάδων αποσύρεται στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του Θοδωρή, όπου φυσικά βρίσκεται το γραφείο του μπαμπά και άρα το PC. Οι τρεις πιτσιρικάδες, εκστασιασμένοι κοιτάνε τον τέταρτο (το Θοδωρή) να ανοίγει το PC, σπασμένοι που πάλι δεν θα αφήσει κανέναν άλλο να παίξει και θα πρέπει πάλι μόνο να κοιτάνε. Το καινούριο παιχνίδι που του έφερε ο μεγάλος του ξάδερφος (κλασικά) είναι κάποιο …Civilization. Όμως, η συμμορία των τεσσάρων θα βαρεθεί αρκετά γρήγορα, γιατί:

1) κανείς δεν ξέρει αρκετά καλά αγγλικά για να καταλάβει τι γίνεται
2) πάλι παίζει ο Θοδωρής και οι υπόλοιποι απλά κοιτάμε
3) όπου να ‘ναι βγαίνουν τα κεφτεδάκια
4) το παιχνίδι τους φαίνεται υπερβολικά πολύπλοκο και άρα βαρετό

Παρ’ όλα αυτά, η εντύπωση έμεινε χαραγμένη: ο Μέγας Αλέξανδρος να μας απειλεί πως θα μας κάνει πόλεμο άμα δεν του τα σκάσουμε. Σημειώστε τον Μεγαλέξανδρο για αργότερα. Anyway…

Το Civilization δεν το προλάβαμε πολύ, ήμασταν πιτσιρικάδες. Προλάβαμε όμως (και πολύ μάλιστα) τα «παιδιά» του. Λιώσαμε με το Colonization, το Civilization II, το Alpha Centauri, τα Call to Power και Call to Power II και λιώνουμε με το τωρινό Civilization III…

Πρέπει να αναφερθούμε φυσικά και στο Freeciv, μια προσπάθεια να φτιαχτεί ένα open-source Civilization για το Linux. Το όλο επιχείρημα είναι σαφέστατα ενδιαφέρον, κυρίως από προγραμματιστική σκοπιά, αλλά μιας και το όλο θέμα βασίζεται στην εθελοντική δουλεία των λατρών του είδους, το όλο Project χωλαίνει αρκετά στο θέμα των γραφικών. Αυτό δεν θα έπρεπε να παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς ο Sid μας έχει κα(λ/κ)ομάθει με το Alpha Centauri και το Civ3…

Αλλά ας πάρουμε μια ανάσα και ας πούμε λίγα πράγματα για το τι ακριβώς παίζει με τα TBS. Σε ένα κλασικό TBS (σε αντίθεση με τα υβρίδια, βλέπε Lords of the Realm, Heroes of Might and Magic, Total War κτλ) ο παίχτης καλείται να αναλάβει έναν Πολιτισμό και να τον οδηγήσει στο μεγαλείο. Ο παίχτης ελέγχει κάθε παράμετρο του Πολιτισμού του: από την οικονομία και το πολίτευμα, μέχρι το στρατό, τις επιστήμες, την παραγωγή, το εμπόριο, την επέκταση και την διπλωματία. Το παιχνίδι παίζεται σε έναν χάρτη του κόσμου (ίσως η Γη, ίσως όχι…).

Σε αντίθεση με τα (αγχωμένα) Real Time Strategy (RTS) (βλέπε Command & Conquer, Warcraft, Starcraft, Age of Empires κτλ) υπάρχουν σειρές, δηλαδή παίζουν διαδοχικά ο παίκτης και ο υπολογιστής. Εδώ μπαίνει και ο λόγος για τον οποίο ο γράφων έχει λατρέψει το Civ: δεν υπάρχει η πίεση του πραγματικού χρόνου! Ο σκοπός του παιχνιδιού διαφέρει από TBS σε TBS, αλλά μπορεί να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: WORLD DOMINATION.

Φτάνουμε λοιπόν στο τελευταίο (προς το παρόν) στολίδι στην μακριά αλυσίδα του Civilization. Το Civilization III, που βέβαια δεν είναι καινούριο παιχνίδι, αλλά είναι το τελευταίο Civ που έχει βγει. Πρόκειται για ένα πραγματικά καλό Civilization στο οποίο έχουν γίνει πολλές από τις αλλαγές που οι φαν του είδους θεωρούσαμε απαραίτητες ήδη από την εποχή του Civilization II Scenarios, δηλαδή αρκετά παλιά. Features, όπως τα σύνορα, η σύνδεση εμπορίου και οδικού δικτύου και άλλα τέτοια εξειδικευμένα αναπτύχθηκαν επιτυχώς στο Civ3, μαζί με ένα σωρό άλλα πράγματα που είναι καινούρια. Για όποιον ενδιαφέρεται έχουν ήδη βγει και δύο add-ons, από τα οποία έχουμε παίξει το ένα και γουστάραμε ατελείωτα. Βέβαια, ο καλύτερος τρόπος να καταλάβει κανείς για τι πράγμα πραγματεύεται αυτό το (καμένο) άρθρο, είναι να χωθεί για καμιά βδομάδα στο Civ. Όλα τα άλλα είναι φιλολογίες. Αλλά ας φιλολογίσουμε λίγο ακόμα, ντες…

Όλα τα στοιχεία που μας έκαναν να αγαπήσουμε το Civilization είναι εδώ. Μπορούμε με χαρακτηριστική άνεση να φτιάχνουμε την αυτοκρατορία που πάντα ονειρευόμασταν, να βλέπουμε τι θα γινόταν αν ο Βαβυλωνιακός Πολιτισμός είχε γεννηθεί στην Αυστραλία, να κατατροπώνουμε εκείνους τους φουκαράδες που φτιάχνουν πόλεις εκεί που θέλαμε να φτιάξουμε εμείς, να φτιάχνουμε εμπορικούς δρόμους, να εξερευνούμε τον κόσμο, να φτιάχνουμε αποικίες και τελοσπάντων να κάνουμε όλα εκείνα που φανταζόμασταν να κάνουμε όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και θέλαμε να ήμαστε βασιλιάδες και να κάνουμε ότι γουστάρουμε στον κόσμο. Γενικά το όλο concept του παιχνιδιού μάλλον θα αρέσει σε εκείνους που στο σχολείο διάβαζαν τις πίσω σελίδες του βιβλίου της Ιστορίας, εκείνες που ήταν εκτός ύλης…

Από τον καιρό του Πατριάρχη Sid Meier, υπάρχουν κάποιοι απαράβατοι κανόνες για να μπορεί ένα TBS να ονομάζεται Civilization. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν Έθνη. Όταν δηλαδή μιλάμε για Πολιτισμούς, εννοείται πως μιλάμε για Έθνη. (Σημ: προφανώς, αν ο γράφων επιχειρήσει να εκφράσει τους προβληματισμούς του πάνω στην ταύτιση έθνους-κράτους-πολιτισμού, έχει να πέσει πολύ δούλεμα από όλες τις μπάντες, οπότε ας μείνουμε στο παιχνίδι, οκ?) Οποιοσδήποτε παίζει για πρώτη φορά ένα Civ και που σέβεται τον εαυτό του και την παράδοση του Civ στη χώρα μας, οφείλει στην παράδοση να ξεκινάει το πρώτο του παιχνίδι με τους Greeks, δηλαδή να είναι ο Μέγας Αλέξανδρος! Από εκεί και πέρα ανοίγεται μπροστά του ένα πλήθος δυνατοτήτων για την νίκη: μπορεί να κυριαρχήσει με το σπαθί του (ή και με τα τανκς ή τους ιππότες του), μπορεί να εκλεγεί παγκόσμιος πρόεδρος (ο ΟΗΕ εδώ γίνεται κάτι σαν παγκόσμια κυβέρνηση), μπορεί να κυριαρχήσει στις παγκόσμιες αγορές εξαγοράζοντας τα πάντα (αχ…), μπορεί να στείλει ένα διαστημόπλοιο στο Άλφα του Κενταύρου (εσύ εκεί πίσω μη γελάς) ή απλά μπορεί να περιμένει μέχρι το προκαθορισμένο έτος που τελειώνει το παιχνίδι και να νικήσει στα σημεία (κάτι σαν τη Δεύτερα Παρουσία με σκορ δηλαδή).

Δεν θα προσπαθήσουμε να μπούμε σε λεπτομέρειες (όπως πχ τα θεϊκά mod packs του Sn00py ή τα απίστευτα δουλεμένα scenarios όπως πχ το Korean War) ούτε σε εξιστορήσεις ηρωικών μαχών πάνω στα τείχη της Ουάσινγκτον ανάμεσα σε ηρωικά Phalanxes και κακομοίρηδες Swordsmen (α, ξέχασα να αναφέρω πως ανάμεσα στους Έλληνες, τους Βαβυλώνιους, τους Ινδούς και τους Γάλλους υπάρχουν σαν Πολιτισμός και οι Αμερικανοί με leader τον Lincoln ήδη από το 4000πΧ!!! Τι να κάνουμε πρέπει να πουλήσουμε και στα States, ετσι;). Αυτά είναι για τους μυημένους οι οποίοι δεν χρειάζονται ένα Turing Machine για να μάθουν για το Civilization! Overall, για τους φαν του είδους, το Civ3 παίρνει πέντε στα πέντε παπάκια.

Τι μας φυλάει το μέλλον? Έλα μου ντες… Με τους ρυθμούς που τρέχει η ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθώς και με τις ολοένα μεγαλύτερες απαιτήσεις-καπρίτσια των παιχτών κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει ο Sid για να μας πωρώσει για άλλη μία φορά. Μέχρι τότε θα παίζουμε Civ3 (άντε και λίγο Alpha Centauri) και θα περιμένουμε με αγωνία (αληθινή αγωνία, χωρίς πλάκα) το CIVILIZATION IV! Άντε γεια μας…

Μιχάλης Φαμέλης

Dogma 95 ή το εξ Δανίας ορμώμενο σχέδιο σωτηρίας του κινηματογράφου…




Ο κινηματογράφος σήμερα πάσχει… Η βιομηχανία παραγωγής ταινιών μας τροφοδοτούν με προϊόντα που κυμαίνονται από κακά έως μέτρια στις περισσότερες περιπτώσεις. Σίγουρα οι εξαιρέσεις είναι αρκετές και σημαντικές, κυρίως από ανεξάρτητες εστίες δημιουργίας. Αν κάποιοι από εσάς διαφωνούν με τα παραπάνω, πολύ καλά κάνετε. Και αυτό γιατί κατά την άποψή μου ο κινηματογράφος είναι μια πολύ μα πολύ υποκειμενική υπόθεση. Ο καθένας μας αντιλαμβάνεται, αξιολογεί και τελικά επιλέγει διαφορετικά τις ταινίες, το σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς που του αρέσουν. Οι αμέτρητες συζητήσεις που έχει κάνει η ομάδα του Turing Machine πάνω στα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής μας και όχι μόνο, το αποδεικνύει αυτό μέσα από τις τελείως διαφορετικές απόψεις που ακούγονται. Είναι σαν τη μουσική. Ο καθένας έχει τα ακούσματά του και τις προτιμήσεις του σε κάποια συγκεκριμένα μουσικά είδη. Για παράδειγμα (προσοχή ακολουθεί εσωτερικό αστείο) άλλοι ακούνε Strokes και άλλοι κρυφοκοιτάζουν προς Evanesence μεριά.

Που θέλω να καταλήξω όμως με όλα αυτά και τι είναι τελικά αυτό το Dogma 95. Λοιπόν τα πράγματα έχουν ως εξής. Το 1995 πέντε κύριοι σκηνοθέτες (δύο εκ των οποίων πολύ γνωστοί) οι εξής τέσσερις: ο Lars von Trier, ο Thomas Vinterberg, ο Kristian Levring, και ο Soren Kragh-Jacobsen συσκέφθηκαν, είδαν και αποφάσισαν ότι η τέχνη του σινεμά απειλείται! Τα ψηφιακά εφέ, η επεξεργασία της ταινίας εκτός πλατό και η υπερσκηνοθεσία απομάκρυναν όλο και περισσότερο τον κινηματογράφο από την ουσία και το πνεύμα του. Την τέχνη. Έτσι λοιπόν δημιούργησαν έναν δεκάλογο, τις 10 εντολές της κινηματογράφησης αν θέλετε, με την πιστή εφαρμογή των οποίων θα εμφυσούσαν και πάλι ζωή στο σάπιο και μισοπεθαμένο κορμί της 7ης τέχνης. Οι κανόνες αυτοί που είναι γνωστοί και ως Vow of Chastity συνοψίζονται ως εξής.

Όλα τα γυρίσματα πρέπει να γίνουν σε φυσικούς χώρους, δεν επιτρέπονται δηλαδή κατασκευασμένα σετ. Η καταγραφή εικόνας και ήχου πρέπει να γίνεται μόνο κατά το γύρισμα και όχι με επεξεργασία στο στούντιο αργότερα, ακούγεται και φαίνεται δηλαδή μόνο ότι αποτυπώνεται με την κάμερα. Η οποία παρεμπιπτόντως πρέπει να είναι ψηφιακή και χειρός με καλοδεχούμενα όλα τα «καλά» που έχει αυτή προσέγγιση (κούνημα, απώλεια ποιότητας κτλ). Οπτικά εφέ και χρησιμοποίηση τεχνικού φωτισμού απαγορεύονται μετά ροπάλου. Βασικό σημείο είναι ότι οτιδήποτε καταγράφεται πρέπει να συμβαίνει και στην πραγματικότητα στο σετ από τους ηθοποιούς (ή αυτούς που τους ντουμπλάρουν εντέλει). Αυτό βέβαια περιλαμβάνει από σκηνές ξύλου μέχρι σεξ!!!!! Τέλος το Dogma δίνει κάποιες τυποποιήσεις όσο αναφορά τον τύπο φιλμ και κλείνει με μια σημαντική λεπτομέρεια, το όνομα του σκηνοθέτη δεν πρέπει να αναφέρεται πουθενά!

Αφού τελείωσα με την ψιλοάχαρη διαδικασία απαρίθμησης των κανόνων ας περάσουμε στο ψητό. Το κατά πόσο αυτοί οι κανόνες – περιορισμοί είναι σε θέση να βοηθήσουν τον επίδοξο σκηνοθέτη να πλάσει κάτι καλύτερο και πιο ανθρώπινο από αυτά που μας βομβαρδίζει η βιομηχανία του Hollywood κυρίως. Πρώτα από όλα είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ότι το Dogma είναι κατά τέτοιο τρόπο και χρόνο ορισμένο ώστε να ανοίγει τις πόρτες του κινηματογράφου σε κάθε επίδοξο ερασιτέχνη σκηνοθέτη – κινηματογραφιστή που τυχαίνει να έχει μια ψηφιακή βιντεοκάμερα. Όμως μήπως αυτή η οφθαλμοφανής και προφανώς ηθελημένη κίνηση απλοποίησης της όλης διαδικασίας αποτελεί κιόλας το πρώτο αδύναμο σημείο της συνταγής:

Τα πράγματα ευτυχώς δεν είναι τόσο απλά ώστε με μια κάμερα να γίνεται ο καθένας σκηνοθέτης. Μην ξεχνάμε πως αν ο καθένας από εμάς είχε την ίδια δυνατότητα και το ίδιο ταλέντο να παράγει τέχνη τότε αυτομάτως αυτή θα υποβιβαζόταν σε κάτι κοινό και τετριμμένο. Η τέχνη περιλαμβάνει στον ορισμό της τόσο την τυχαιότητα και την μοναδικότητα όσο και την σπανιότητα. Το Dogma δεν είναι μια συνταγή do it yourself για να φτιάχνεις ταινίες. Είναι η προσπάθεια οριοθέτησης κανόνων και «συμβουλών» για την επιστροφή του κινηματογράφου στην αγνότητα. Πώς το καταφέρνει αυτό; Ιδού …
Το πνεύμα του δεκάλογου είναι να αναδεικνύεται μέσα από την ταινία η ιστορία και οι χαρακτήρες. Οι ηθοποιοί όμως μέσω των κανόνων και των περιορισμών που αυτός θέτει έρχονται πολύ πιο κοντά στους χαρακτήρες που υποδύονται. Το παράδοξο της εμπλούτισης μέσω του περιορισμού καταφέρνει μια μεταφορά του θεάτρου στον κινηματογράφο. Ο ηθοποιός ζει την ιστορία, μπαίνει στο πετσί του ρόλου καλύτερα, του δίνεται μεγαλύτερο περιθώριο αυτοσχεδιασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο πιο χαρακτηριστικές ταινίες του δόγματος το Festen του Vinteberg και το Les Idiots του Von Trier είναι δύο ιστορίες με σφιχτό σενάριο που χαρακτηρίζονται από τις εξαιρετικά δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών. Η πίστη και η προσήλωση σε αυτό τον ιδιόμορφο δεκάλογο έδωσε υπέροχα αποτελέσματα. Όμως τι είναι αυτό που κάνει μια ταινία καλή; Οι ερμηνείες των ηθοποιών ή η σκηνοθετική ματιά; Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η τυποποίηση μέσω του δεκαλόγου γέρνει την πλάστιγγα εις βάρος των σκηνοθετών. Κι όμως προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι τις καλές ταινίες τις βγάζουν οι καλοί σκηνοθέτες. Ακόμα και μέσα από κανόνες και περιορισμούς ο καλός σκηνοθέτης θα βρει τον τρόπο να φιλτράρει τις ικανότητες του μέσω του δόγματος και να παράγει κάτι χαρακτηριστικό του.

Το δόγμα δίνει νέους τρόπους αποτύπωσης στον σκηνοθέτη. Ο ίδιος ο Trier είχε πει ότι διατύπωσε τους κανόνες για να μπορέσει να ξεφύγει από το αδιέξοδο του να έχει εφαρμόσει όλες τις τεχνικές κινηματογράφησης. Η φορητή κάμερα δίνει παράξενα και πρωτότυπα αποτελέσματα. Για παράδειγμα στο Festen για να συμμορφωθεί με τους κανόνες ο Vinteberg άφησε την κάμερα κυριολεκτικά στα χέρια των ηθοποιών. Και αυτό ακριβώς είναι ένα από τα δυνατά στοιχεία του δόγματος. Η κάμερα ακολουθεί τη δράση και όχι το αντίθετο.
Σίγουρα αυτό το κείμενο δεν έχει σκοπό να κρίνει την ορθότητα και την χρησιμότητα του δόγματος. Αυτοί που το φτιάξανε έχουν και πιο πολλές γνώσεις από εμένα αλλά και καλύτερη συναίσθηση το τι γίνεται στα κινηματογραφικά δρώμενα. Όμως πραγματικά η απάντηση στην υποβάθμιση της ποιότητας των ταινιών είναι αυτή; Εν μέρει ναι. Το δόγμα όμως δεν είναι ο μοναδικός δρόμος. Άλλωστε οι περιορισμοί του θα μας είχαν αποκλείσει από την απόλαυση μιας αριστουργηματικά σκηνοθετημένης σκηνής φόνου από τον Alfred Hitchkok, από τον θαυμαστά ιδιόμορφο κόσμο του David Lynch ή ακόμα και από τα απίστευτα οπτικά όργια του Tim Burton (όχι που θα μου ξέφευγε!) και τόσα άλλα. Οι ίδιοι οι δημιουργοί του κιόλας φτιάχνουν και ταινίες που παραβιάζουν τους κανόνες όπως πχ ο Von Trier στο πρόσφατο Dogville.

Εν τέλει το ζητούμενο ίσως να μην είναι η σωτηρία του κινηματογράφου, αλλά η κινητοποίηση των ανθρώπων της βιομηχανίας προς ένα ανεβασμένο επίπεδο ποιότητας. Ας μην γελιόμαστε όμως , ταινίες δράσης, splatter και eye candies θα υπάρχουν πάντα και προσωπικά τα θεωρώ και απαραίτητα. Σε όλους μας αρέσει που και που να βλέπουμε λιγάκι Cruise και ολίγον Stalone. Κάτι είναι καλό ή ακόμα και αριστουργηματικό μόνο αν υπάρχει κάτι άλλο χειρότερο να το συγκρίνεις μαζί του. Ο ρόλος του κινηματογράφου καλώς ή κακώς δεν είναι μόνο το να παράγει τέχνη. Ίσως κιόλας σήμερα ακόμα περισσότερο να «απαιτείται» από αυτόν να είναι περισσότερο διασκεδαστικός. Πρέπει να υπάρχουν και ταινίες που σε προβληματίζουν αλλά και άλλες που απλά να είναι … ποπ κορν, δηλαδή εύκολες, γρήγορες και διασκεδαστικές. Για παράδειγμα οι ταινίες του αξιότιμου κύριου Tarantino αν και σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δείγματα τέχνης, εκτός από κολλημένους (με την καλή έννοια) φαν, είναι γενικά αποδεκτό όμως ότι είναι απίστευτα διασκεδαστικές. Και ακριβώς αυτό είναι που τις κάνει και τόσο απαραίτητες. Η τελική επιλογή είναι σίγουρα δική μας…

Μηνόγιαννης Αλέξανδρος